- ἐφυμνήσασα
- ἐφυμνήσᾱσα , ἐφυμνέωsingaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)ἐφυμνήσᾱσα , ἐφυμνέωsingaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφυμνώ — ἐφυμνῶ, έω (Α) 1. άδω κάτι για κάποιο σκοπό, ψάλλω ύμνο για κάποιον ή για κάτι («οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾱν ἐφύμνουν», Αισχύλ.) 2. (με δοτ. προσώπου και αιτ. πράγματος) απαγγέλλω, εκστομίζω κάτι εναντίον κάποιου, καταριέμαι («κακὰς πράξεις ἐφυμνήσασα… … Dictionary of Greek